ιομιγης

ιομιγης
    ἰομιγής
    ἰο-μῐγής
    2
    (ῑο) [ἰός II] смешанный с ядом, ядовитый
    

(θηλή Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιομιγης" в других словарях:

  • ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • ἰομιγῆ — ἰ̱ομιγῆ , ἰομιγής tainted with poison neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰ̱ομιγῆ , ἰομιγής tainted with poison masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰ̱ομιγῆ , ἰομιγής tainted with poison masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»